-
1 λάβρος
a of persons, impetuous, intemperate μαθόντες δέ, λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὥς, ἄκραντα γαρύετον (v. l. λάβρᾳ) O. 2.86χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87
b of things, ravening, greedyδράκοντος λαβροτατᾶν γενύων P. 4.244
met., ἦν ὅτι νιν ( Τροίαν)πεπρωμένον λάβρον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.36
σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου P. 3.40
[ σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τε λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ( τ' ἐλαφρὸν coni. Sandys.) N. 8.46] -
2 ὑπερείδω
A- σω Diog.Oen.20
: [tense] pf. [voice] Pass.ὑπερήρεισμαι Arist. PA 695a7
;ὑπήρεισμαι Str.17.1.37
, D.S.1.47:—put under as a support,λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Pi.N.8.47
; τὸν ἀέρα ὑ. (sc. τῇ γῇ) Pl. Phd. 99b;ὑπερείδουσιν ἐσωτάτω τὸ σκέλος Gal.18(1).591
:—[voice] Pass.,τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Arist.
l. c., cf. IA 710b30, J.AJ8.3.5.II under-prop, support,τὴν ὀροφήν Plu.Rom.28
;προβλήματα διὰ παραδειγμάτων Id.Marc.14
;τοὺς νεανίας Com.Adesp.1302
: abs.,τὰ -ερείδοντα [σώματα] Epicur.Ep.1p.7U.
:—[voice] Pass., Str. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερείδω
-
3 ἐλαφρός
ἐλαφρός (ᾰ coni.)1 light, easy ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν ( ἐλαφρὰν ὁρμὰν codd.: transp. Turyn: ἐλαφρὸν ὁρμὰν byz.) N. 5.20 ἐλαφρὸν ὄρχημοἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1.* c. inf.,εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν N. 7.77
σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον (coni. Sandys: τε λάβρον codd.) N. 8.46 adv.,φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
-
4 ὑπερείδω
1 put under as a support, set up σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν ( τ' ἐλαφρὸν Sandys: τε λάβρον codd.) N. 8.47
См. также в других словарях:
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek